A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
υποσσείω — Α (επικ. τ.) βλ. υποσείω … Dictionary of Greek
υποσείω — ὑποσείω ΝΑ, και επικ. τ. ὑποσσείω Α [σείω] 1. σείω από κάτω 2. σείω, κουνώ κάτι ελαφρά αρχ. 1. κοσκινίζω («ὑποσείσας τὸ λεπτότατον ἄλευρον», Γαλ.) 2. προτείνω ή ρίχνω κάτι σε κάποιον … Dictionary of Greek